- υποστερνιζομαι
- ὑποστερνίζομαιὑπο-στερνίζομαιкласть себе под грудь
φελλοὺς πλατεῖς ὑποστερνισάμενος Plut. — (о пловце) надев на себя широкий пробковый пояс
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φελλοὺς πλατεῖς ὑποστερνισάμενος Plut. — (о пловце) надев на себя широкий пробковый пояс
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποστερνίζομαι — Α βάζω κάτι κάτω από το στέρνο μου («φελλοὺς πλατεῑς ὑποστερνισάμενος καὶ τὸ σῶμα τῇ κουφότητι τοῡ ὀχἡματος παραθεμένος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στέρνον + κατάλ. ίζομαι (πρβλ. περι στερνίζομαι)] … Dictionary of Greek
ὑποστερνισάμενος — ὑποστερνίζομαι place under one s breast aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)